- μικροσωληνίσκος
- οβιολ. επίμηκες και κοίλο κυτταρικό οργανίδιο το οποίο μαζί με το μικροϊνίδιο αποτελούν τον κυτταρικό σκελετό, το δομικό υπόβαθρο, και ταυτόχρονα τής ενεργητικής και παθητικής κίνησης τού κυττάρου, δηλαδή κάτι ανάλογο με τους μυς και τα οστά τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.